φαλαγγώ

φαλαγγώ
(I)
-άω, Α
(δ. γρφ·) φαλαγγιῶ*.
————————
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. φολαγγώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαλαγγώνω — φαλαγγῶ, όω, ΝΜΑ [φάλαγξ, αγγος] νεοελλ. (στην Κρήτη) βάζω τα πρόβατα στην γραμμή για να τά μετρήσω μσν. συγκροτώ φάλαγγες αρχ. 1. κινώ κάτι με την βοήθεια φαλαγγίων 2. εφοδιάζω με φαλάγγια («τοῡτον [τὸν τόπον] οἱ στρατιώται ξύλοις φαλαγγώσαντες… …   Dictionary of Greek

  • φαλάγγωμα — ώματος, τὸ, Α [φαλαγγῶ] 1. (κατά τον Ησύχ.) «πομπή τις ἐν τοῑς Διονυσίοις» 2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τὸ ξύλον ἡ φάλαγξ, ἃ νῡν φαλαγγώματα καλοῡσιν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”